'Η ΕΝΩΣΗ ΦΙΛΑΘΛΩΝ ΒΑΡΕΩΝ ΑΘΛΗΜΑΤΩΝ[Ε.ΦΙ.Β.Α.].

'Η ΕΝΩΣΗ ΦΙΛΑΘΛΩΝ ΒΑΡΕΩΝ ΑΘΛΗΜΑΤΩΝ[Ε.ΦΙ.Β.Α.]. ...............ΕΛΠΙΖΕΙ ΣΤΗΝ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΣΑΣ


Σάββατο 17 Μαΐου 2014

www.athlisis.gr/sport



H ιστορία του σούμο ανά τους αιώνες

17 Μάιος 2014. Αναρτημένο Αθλήματα
H ιστορία του σούμο ανά τους αιώνεςΤο σούμο είναι ένα είδος πάλης που εμφανίστηκε με τη φυσιολογική ανάπτυξη του ανθρώπου σε συνδυασμό με τον αγώνα του ενάντια στη φύση. Στην ανάπτυξή του είναι πιθανό να έχουν επιδράσει άλλα στιλ πάλης διαφόρων χωρών, όπως η Κίνα, η Μογγολία, η Ινδία, η Κορέα, το Βιετνάμ και άλλες.
Αρχαιολογικές ανασκαφές στην Περσία και την Αίγυπτο, που χρονολογούνται πριν από 3 χιλιάδες χρόνια, αποδεικνύουν την ύπαρξη στιλ πάλης παρόμοιας με το σούμο.
 Σε κινέζικες γραπτές ιστορικές πηγές που χρονολογούνται, περίπου, στο 1000 π.Χ. αναφέρεται η πολεμική τέχνη «Σαν Που». Σήμερα κινέζικα ιδεογράμματα της εποχής που αναφέρουν γραπτώς την παραπάνω λέξη διαβάζονται ως σούμο.
Υπάρχουν, επίσης, στοιχεία και για την ινδική εκδοχή του σούμο. Στις αρχαίες ιστορικές πηγές της Ιαπωνίας το σούμο είναι τμήμα των λαϊκών μύθων και ιστοριών. Στο πρώτο ιαπωνικό βιβλίο «Διηγήσεις της αρχαιότητας» του 8ου αιώνα, περιγράφονται ενδιαφέρουσες και δημοφιλείς διηγήσεις. Σε μία από αυτές περιγράφεται ότι κατά τη διάρκεια της καθόδου των Ιαπώνων στο νησί Χανσού, ο αρχηγός των τοπικών φυλών κάλεσε σε μονομαχία τον αυτοκράτορα ΤζιΜού.
Σε άλλο αρχαίο βιβλίο με τίτλο «Θρύλοι της Ιαπωνίας» το 712 μ.Χ, υπάρχει αναφορά για τον πρώτο επίσημο αγώνα σούμο, ο οποίος διεξήχθη το 230 π.Χ, υπό την παρουσία του αυτοκράτορα Σουνίο. Ο ανίκητος Κεχάι από την επαρχία Τατζίμα αντιμετώπισε το Νομίνο Σουκούνε από την επαρχία Ιτζούμο. Μετά από αδυσώπητη μάχη ο Σουκούνε έγινε ο πρώτος πρωταθλητής σούμο και αργότερα ανακηρύχτηκε ο επίσημος προστάτης των Ιαπώνων παλαιστών του αθλήματος.
Κατά την περίοδο «Νάρα» (645-784) στην αυτοκρατορική αυλή διεξάγονταν αγώνες σούμο σαν μέρος των τελετών για καλή σοδειά, μετά το μάζεμα του ρυζιού. Στα ιαπωνικά το ρύζι ονομάζεται σουμάι, απ' όπου και πήρε το όνομά του το συγκεκριμένο άθλημα.
Το σούμο και οι αγώνες του συνδέονταν αποκλειστικά με την αυτοκρατορία και το παλάτι ενώ για τον απλό λαό υπήρχε η τελετή «Σίντο». Κατά την εποχή «Χεϊάν» (794-1185) το σούμο μπαίνει ακόμα πιο πολύ στη ζωή των Ιαπώνων. Πριν από κάθε διοργάνωση, αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι επισκέπτονταν τις επαρχίες και επέλεγαν τους καλύτερους παλαιστές σούμο για τις αυτοκρατορικές γιορτές. Στις πόλεις και τα χωριά εκτός της αυτοκρατορικής αυλής, διεξάγονταν αγώνες σούμο, όπου συμμετείχαν χαμηλόβαθμοι σαμουράι, έμποροι, τεχνίτες και χωρικοί. Με τον τρόπο αυτό το «λαϊκό» σούμο φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Μετά την περίοδο «Χεϊάν» στην Ιαπωνία αρχίζει η περίοδος των μαχόμενων πριγκιπάτων. Η εξουσία περνάει στα χέρια των σογκούν και το αυτοκρατορικό σούμο χάνει την αίγλη του, ενώ το ενδιαφέρον παραμένει στο «λαϊκό» σούμο.
Στο τέλος της περιόδου των εμφυλίων πολέμων (1570-1782) ο άνθρωπος που ένωσε την Ιαπωνία,Νομπουνάγκα Όντα, οργάνωσε μεγάλους αγώνες σούμο. Το 1578 σε μια από τις μεγαλύτερες διοργανώσεις σούμο συμμετείχαν 1500 παλαιστές (Ρικίσι).
Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα η δυναστεία Τοκουγκάβα έρχεται στην εξουσία και ακολουθεί περίοδος οικονομικής άνθισης. Τέλος, δημιουργούνται τα εμπορικά και καλλιτεχνικά κέντρα Κιότο, Οζάκα και Έντο.
Αγώνες σούμο διεξάγονταν κυρίως κατά την τελετή παράδοσης γεφυρών, παλατιών, κυβερνητικών κτιρίων και άλλα. Το 1719 το σούμο γίνεται επαγγελματικό και απαγορεύεται σε περιφερόμενους παλαιστές να διεξάγουν αγώνες σούμο. Οργανώνονται δύο εθνικά πρωταθλήματα, τα οποία κάθε χρόνο διεξάγονται στο Έντο και στην Οζάκα. Οι συμμετέχοντες χωρίζονται σε δύο ομάδες: Δύση και Ανατολή.
Από το 1648 έως το 1684 οι αγώνες στο Έντο δε διεξάγονται λόγω επεισοδίων και καταστροφών κατά τη διάρκεια των αγώνων. Μετά από το 1743 οι παλαιστές του Έντο αρχίζουν με επιτυχία να ανταγωνίζονται τους αντιπάλους τους από την Οζάκα και το Κιότο. Μετά από το τέλος των κρατικών παρεμβάσεων, το σούμο αρχίζει και παίρνει κάποια πιο μοντέρνα χαρακτηριστικά. Αυτή είναι η περίοδος που γεννιέται το σύστημα «Μπέκα». Ο άνθρωπος που διοικεί τις ομάδες των παλαιστών του σούμο (Ρικίσι) ονομάζεται «Τοσιόρι» δηλαδή «Ο πιο παλιός». Ένας από τους πρώτους κατόχους του τίτλου, ο Γιοκούτζι Κοντάι απ' το Έντο, έγινε διάσημος για το σύγγραμμά του «48 χέρια», κάτω από τον τίτλο του οποίου κρύβονται οι κλασσικές τεχνικές του σούμο.
Στα πρώτα χρόνια του 17ου αιώνα, στο Κιότο, αρχίζει να χρησιμοποιείται ο όρος «Γιοκοζούνα» και παραμένει για παραπάνω από 300 χρόνια. Χρησιμοποιούνται επίσης οι τίτλοι «Οτζέκι», «Σεκιβάκε», «Κομουσούμπι».
Ένας από τους διασημότερους παλαιστές του σούμο είναι ο Ράϊντεν ο οποίος πετυχε συνολικά 962 νίκες. Το κέντρο του κράτους των Σογκούν ήταν το Έντο και από αυτό προέρχονται και οι μεγαλύτεροι παλαιστές του σούμο. Από την εποχή του αυτοκράτορα Μεϊτζί (1868-1912) μέχρι και σήμερα ο Τακαμιγιάμα γίνεται ο πρώτος ηγέτης της ένωσης των σούμο (1878) που είναι και η επίσημη ομοσπονδία στην Ιαπωνία. Μετά από αυτό, το σούμο κερδίζει το σεβασμό όλων και δέχεται νέα λάμψη. Μεγάλη συμμετοχή σε αυτό είχε ο Ουμεταγκάν Ταταρότ, ο οποίος πήρε τους τίτλους «Γιοκοζούνα» και «Ουτζέκε» στην Οζάκα και μετά από αυτό ξεκίνησε στο Τόκιο από την αρχή. Το 1903 κατάφερε να πάρει τον υψηλότερο τίτλο και στο Τόκιο.
Το 1909 χτίζεται το πρώτο παλάτι του σούμο στο Τόκιο με την ονομασία «Ριογκόκο Κοκουγκικάν». Το 1925 ενώνονται οι οργανώσεις σούμο της Οζάκα και του Τόκιο με έδρα το τελευταίο. Τη δεκαετία του '30 το σούμο έχει τους δικούς του ήρωες: Ταμανισάκι, Μουσασιγκάμα, Μακανογικάβα. Μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο τα νέα αστέρια είναι ο Βακανοχάκα και ο Τουιβίκι. Κοντά στο τέλος της δεκαετίας του '50 τα τουρνουά γίνονται από δύο έξι και το καθένα κρατάει 15 μέρες. Τη δεκαετία του '60 το μεγάλο αστέρι είναι ο Ταϊχο, ο οποίος είναι μισός Ρώσος και κερδίζει 32 πρωταθλήματα.
Τη δεκαετία του '70 ο καλύτερος «Ρικίσι» είναι ο Κιτονουόμο. Το 1974 σε ηλικία 21 ετών ανακηρύχτηκε πρωταθλητής και κερδίσε 34 τίτλους. Άλλος δημοφιλής «Ρικίσι» είναι ο Τακαμιγιάμα, γεννημένος στη Χαβάη. Ήταν ο πρώτος ξένος που κέρδισε τίτλο πρωταθλητή και έφτασε στο επίπεδο «Σεκιβάκε». Ένας άλλος μεγάλος Χαβανέζος είναι ο «Κουισίκι», ο οποίος έχει τη δική του θέση στην ιστορία του σούμο, αφού ήταν ο πρώτος ξένος που έφτασε στο επίπεδο «Οτζέκι». Μετά την αποχώρηση του Σινοφούτζι το Μάη του 1991 στο σούμο αρχίζει η περίοδος του μεγάλου ανταγωνισμού. Τα μεγάλα αστέρια είναι ο γεννημένος στη Χαβάη Ακεμπόνο και ο Τακαχανάντα. Ο Ακεμπόνο ήταν ο πρώτος ξένος που έφτασε στο επίπεδο «Ποκουζούνα». Με αυτό αρχίζει η νέα εποχή του σούμο.
Σήμερα στην Ιαπωνία υπάρχουν περίπου 50 σχολές σούμο (Χέγια). Εκεί, οι αθλητές προπονούνται σκληρά για να κατακτήσουν τον πολυπόθητο τίτλο του πρωταθλητή (γιοκοσούνα). Οι παλαιστές αγωνίζονται φορώντας απλά ένα άσπρο πανί και δεν επιτρέπεται να φέρουν τίποτα επάνω τους. Απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει κάποιος παλαιστής σούμο είναι να ξεπερνά τα 150 πενήντα κιλά, κάτι που πετυχαίνεται με την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού.
Το επαγγελματικό σούμο διοργανώνεται από τον ιαπωνικό οργανισμό σούμο και τα μέλη του είναι όλα πρώην παλαιστές. Είναι οι μοναδικοί που μπορούν να εκπαιδεύουν τους νέους αθλητές, οι οποίοι ζουν και εκπαιδεύονται όλοι μαζί σα μια οικογένεια και στοχεύουν στην κατάκτηση του τίτλου «Γιοκοσούνα».
Δεμερτζής Χαράλαμπος M.D. ,PhD
Καθηγητής Φυσικής Αγωγής

http://www.athlisis.gr/sport/sports/1111-h

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες