.
Σου γράφω, γιατί φοβάμαι φίλε…
Αμφιταλαντεύομαι και μπερδεύομαι. Βλέπεις η ριμάδα η επικαιρότητα εξελίσσεται τόσο γοργά πλέον, που αδυνατώ να την παρακολουθήσω, είναι πάντα μπροστά μου και μου κλείνει το μάτι περιπαικτικά, σαν λαγός αυτή και εγώ σαν χελώνα, που όσο κι αν τρέξω, δεν πρόκειται ποτέ να φθάσω. Σε αυτό το παραμύθι, λυπάμαι που το ομολογώ καλέ μου φίλε, ο λαγός μένει μόνιμα ξύπνιος χωρίς να αποκοιμιέται επιπόλαια κάτω από τη σκιά του δέντρου, άγρυπνος δεσμοφύλακας των ονείρων μου, ορκισμένος πολέμιος της αντίληψης και του ψυχισμού μου.
Ζορίζομαι φίλε. Το κορμί και το τσερβέλο μου αρχίζουν να θυμίζουν τα παλιά φλιπεράκια, τα οποία, εάν ζόριζες πέραν των ορίων τους, μπλόκαραν και έχανες τη μπάλα, ενώ σε εμφανές σημείο αναβόσβηνε η ένδειξη «τιλτ». Δώδεκα μήνες πριν η μοίρα μου έπαιξε περίεργο παιχνίδι, κι ενώ θα ορκιζόμουν ότι με τα ιταλικά κλείνει οριστικά η όμορφη ενότητα «Ξένες γλώσσες» στο βιογραφικό μου, κάποια ανώτερη δύναμη μου επέβαλε με το στανιό την εντατική παρακολούθηση μιας νέας. Άχαρης, ανέμπνευστης, ψυχρής, με βασικά της γνωρίσματα κάποιους άσχημους, επιβλητικούς, ενίοτε τρομακτικούς οικονομοτεχνικίστικους όρους, και ονόματα, πολλά ονόματα, ψαρωτικά ονόματα. Ανθρώπων και Εταιρειών. Όλοι τούτοι τρύπωσαν ακάλεστοι μες στο κεφάλι μου και αρνούνται πεισματικά να το εγκαταλείψουν.
Μάθε φίλε ότι για ένα 8χρονο παιδί που ξεκινά μια ξένη γλώσσα, ο φροντιστηριακός στόχος, είναι να προστίθενται στο λεξιλόγιο του 100 με 200 νέες λέξεις στο τέλος κάθε μήνα. Στόχος που φαντάζει αν μη τι άλλο εφικτός και ρεαλιστικός, αν συνυπολογίσει κανείς και τη δίψα για γνώση αυτού του απορροφητικότατου εγκεφάλου σαν σφουγγαράκι. Έλα όμως που για κακή μου τύχη, ούτε οχτάχρονο μαθητούδι είμαι, ούτε την παραμικρή διάθεση να προάγω αυτό το επαίσχυντο λεξιλόγιο σε επίσημη mothertongue της μετά χρεοκοπίας ζωής μου, έχω.
Να ξέρεις αδερφέ ότι η δικτατορική εισβολή στην ημερήσια διάταξη του μυαλού μου όρων όπως spreads, τρόικα, δάνειες δυνάμεις, οίκοι αξιολόγησης, ΔουΝουΤου, Moody’s, μνημόνιο, αναδιάρθρωση, επιμήκυνση, επικαιροποίηση, μεσοπρόθεσμο, ευρωομόλογο, τοξικό ομόλογο, Στρος Καν, πιστοληπτική ικανότητα, P.I.G.S., Τζορτζ Σόρος, δημοσιονομικό έλλειμμα, τοκοχρεολύσια, Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ρυθμοί μεγέθυνσης του ΑΕΠ, Τρισέ, Όλι Ρεν, ρήτρες κινδύνου, ελεγχόμενη πτώχευση, swaps, καθεστώς κηδεμονίας, Fitch, μονάδες βάσεις, πρωτογενή πλεονάσματα, στάση πληρωμών, Σόιμπλε, χρεοκρατία, αναδιαπραγμάτευση, οικειοθελής μετακύλιση λήξης ελληνικών τίτλων, Standard & Poor’s, επιλεκτική χρεοκοπία, αποτελεί το χειρίστου είδους πογκρόμ κατά των φουκαράδων, ανήμπορων να αντιδράσουν, νευρώνων μου στη μέχρι τώρα ζωή μου.
Το άλλο στο είπα φίλε; Tο ωραίο με τις δόσεις; «Πες στη μορφίνη ακόμα την ψάχνω» μας κατάντησαν. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα χτυπάμε την πόρτα των διεθνώνdealers, γιαλαντζί «ψευτογιατρών» που μας τις προμηθεύουν χωρίς αιδώ, βαυκαλίζοντάς μας ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος για τη γη της επαγγελίας και της απεξάρτησης, ζητώντας ταυτόχρονα τη συλλήβδην και άνευ όρων παράδοσή μας στις αδηφάγες μασέλες τους. Πρώτη δόση, πολλές θυσίες, δεν αρκούν, δεύτερη δόση, κι άλλες θυσίες, δεν αρκούν, και τρίτη, και νέες, και τέταρτη και πέμπτη, και έξι, κι εφτά κι οχτώ κι εννιά, μελισσούλες αγκαλιά, όπως λέει και το παιδικό τραγουδάκι που ακούμε συχνά με την κορούλα μου. Και δέκατη, και εκατοστή και χιλιοστή και το βαρέλι δεν έχει πάτο φίλε.
Τέτοιο μαρτύριο αδερφέ μου, καθιστά τους Κινέζους – “εμπνευστές” του σαδιστικά πρωτότυπου βασανιστηρίου της σταγόνας κάποιες εκατοντάδες χρόνια πριν, «γατάκια» μπροστά στους δικούς μας σημερινούς δανειστές. Οι οποίοι εφηύραν ένα βασανιστήριο πιο σκληρό και πιο απάνθρωπο, που κανείς μας πλέον δεν αντέχει. Η αρχική αίσθηση ελπίδας αντικαταστάθηκε εν ριπή οφθαλμού από μια συνεχή πίεση, που σύντομα κατήντησε ανυπόφορη. «Φτάνει κύριοι, λυπηθείτε μας», τους στέλνουμε το μήνυμα καθημερινά, αλλά τα αυτιά τους δεν ιδρώνουν. «Σ’ αγαπώ κυρά να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις» θα τους έλεγε πιο λαϊκά, με νόημα και αγανάκτηση, αν ζούσε, ο συχωρεμένος ο παππούς μου. «γιατί τα μηνίγγια μου αρχίζουν να χτυπούν και να τρελαίνονται»…
Την αυτοκριτική μου την έχω κάνει πολλάκις φίλε. Και αυτό το γνωρίζεις καλά. Αναθεμάτισα τα λάθη, τα κουσούρια και τα κακώς κείμενα στη φιλοσοφία και τις πράξεις μου. Αλλά ως εδώ. Οι ίδιοι κύριοι που σήμερα κόπτονται για τη μη κατάρρευσή μου, και παρουσιάζονται ως εξυγιαντές της πάσας νόσου και πάσας μαλακίας, είναι οι ίδιοι που μου δάνειζαν τόσα χρόνια, δίχως ποτέ να μου τραβήξουν το αυτί, δίχως ποτέ να κλείσουν την κάνουλα, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι με οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στο γκρεμό. Αυτό είναι που γεννά, θρέφει και γιγαντώνει μέσα μου την καχυποψία για τις προθέσεις τους και την άρνηση στα όποια σχέδιά τους. Θα έπρεπε κάποιος να τους γνωστοποιήσει φίλε, και εφόσον θεωρούν εαυτούς αστραφτερούς και καθάριους, το γνωστό κινέζικο γνωμικό ότι “ο ήλιος δε θυμώνει με την πυγολαμπίδα”. Αν ήθελαν να με βοηθήσουν θα με μάθαιναν να ψαρεύω, ώστε να είμαι αυτότροφος σ’ όλη μου τη ζωή, δεν θα εξακολουθούσαν ακόμα και σήμερα να μου δανείζουν ψάρια.
Κάνω φιλότιμες προσπάθειες να απαλλάξω τη σκέψη μου από όλα τούτα φίλε. Το πετυχαίνω εν μέρει, ξεκινώντας ένα αγχολυτικό και εξόχως ψυχοθεραπευτικό ταξίδι στο παρελθόν. Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι με νοσταλγία και χαμόγελο την εποχή της αθωότητας, όταν καβαλώντας το BMX μας οργώναμε το κάθε λογής σοκάκι, νιώθοντας ότι ο κόσμος όλος μας ανήκει. Τα μονίμως ματωμένα γόνατα μας ήταν και η περηφάνια μας. Αταξίες, αστεία, ζαβολιές, παιχνίδια, γέλια και αγνότητα πλημύριζαν την αλάνα μας. Η λέξη παιδότοπος δεν υπήρχε σε κανένα λεξικό και κάθε Χριστούγεννα τραγουδάγαμε τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι, δίχως τη συνοδεία κάποιου ενήλικα. Η τηλεόρασή που βλέπαμε τη γλυκιά «Φρουτοπία» είχε μια ουρά μισό μέτρο, και «παίρναμε το μηδέν» κάθε φορά που χανόταν η φωνή μας στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Θυμάμαι τη μέρα που πρωτοπαίξαμε εκστασιασμένοι «πάκμαν» στο μπιλιαρδάδικο της γειτονιάς, την εμμονή σου με το blue chip των επιθετικών προσδιορισμών του έθνους, που σου κόστισε αρκετές ξυλιές από τον μπαμπά σου κάθε φορά που σε άκουγε από το μπαλκόνι να εκστομίζεις την επίμαχη λέξη, τα χαρτάκια της πανίνι, τις πρώτες μας χυλόπιτες, θυμάμαι, και τι δεν θυμάμαι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που ορκιστήκαμε, με ισχυρή δόση παιδικής αφέλειας, ότι αυτό που ζούσαμε θα διαρκέσει για πάντα και ότι δεν θα επιτρέψουμε σε κανένα και ποτέ να το χαλάσει.
Με αυτή την τελευταία σκέψη το ταξίδι στο παρελθόν λαμβάνει απότομα τέλος. Συνειρμικά και μοιραία διακόπτεται η πρόσκαιρη απόδρασή μου από το σήμερα και βγαίνοντας από τη μηχανή του χρόνου, ξαναέρχομαι αντιμέτωπος με τις ανησυχίες και τις φοβίες μου, τη ζοφερή εν έτει 2011 πραγματικότητα και το δυσοίωνο μέλλον μου. Γκρίζο φόντο σε μια γκρίζα και ταλαιπωρημένη πατρίδα. Λες να πέσαμε τόσο έξω ρε φίλε; Λες το γκρίζο που ζούμε σήμερα, να είναι αυτό που θα διαρκέσει για πάντα;
Σου γράφω, γιατί φοβάμαι φίλε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου