Μια σύντομη ματιά – φόρος τιμής- στη ζωή και στο έργο του μεγάλου συγγραφέα που γεννήθηκε σαν σήμερα, μέσα από το έργο και τις ίδιες του τις φράσεις.
«Η ζωή κάθε ανθρώπου, ειπωμένη αληθινά, είναι ένα μυθιστόρημα.» Έρνεστ Χέμινγουεϊ
Τι είναι αυτό που κάνει έναν συγγραφέα θρύλο ; Αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να ξεφεύγει από την γήινη διάσταση του, και να παίρνει μυθικές διαστάσεις στο μυαλό μας; Τι είναι αυτό που δημιουργεί μια ιδιοφυΐα;
Η δυνατή πένα του ; Η ζωή του; Ή μήπως ο συνδυασμός των δύο; Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ήρθε στον κόσμο αυτό στις 21 Ιουλίου του 1899 και το πέρασμα του δεν πέρασε απαρατήρητο. Τα ίχνη που άφησε έμειναν ανεξίτηλα στο χρόνο.
Σε αυτό συντέλεσε η περιπετειώδης και πολυτάραχη ζωή του, που αποτυπώθηκε με συναρπαστικό τρόπο στις σελίδες των βιβλίων του.
Ήταν μεγάλος συγγραφέας ακριβώς επειδή ήταν ένας άνθρωπος που «δεν φοβόταν να καταστραφεί , αλλά δεν επέτρεπε να ηττηθεί» . Δεν φοβόταν να ζήσει, δεν φοβόταν να πέσει δεν φοβόταν να δοκιμάσει. Έτσι -όπως ο ίδιος έλεγε- «δεν έβρισκε τα θέματα του, τα θέματα του έβρισκαν εκείνον».
Πάντα εν κινήσει και πάντα σε αναζήτηση ενός χαμένου χρόνου, που όφειλε να τον ξανακερδίσει δίνοντας αλλεπάλληλες μάχες με τη φθορά, ο Χέμινγουεϊ δεν θέλησε να κάνει παραχωρήσεις, δεν θέλησε να κολακέψει, δεν θέλησε να απαρνηθεί τη μοίρα (και τις υποχρεώσεις) του μεγάλου ανθρώπου και μεγάλου συγγραφέα. Η ζωή και το γράψιμο έσμιξαν, το πάθος και το ταλέντο σφιχταγκαλιάστηκαν και τα λιτά, αδρά, γεροδεμένα και συναρπαστικά αριστουργήματα κατέφθαναν το ένα μετά το άλλο, δώρισμα σε πάνω από δέκα γενιές γερών αναγνωστών.
Ο Χέμινγουεϊ γεννήθηκε στο Όουκ Παρκ του Ιλλινόις, κοντά στην πόλη του Σικάγου, αποτελώντας τον πρώτο γιο – και δεύτερο από τα συνολικά έξι παιδιά – του Κλάρενς Έντμοντς Χέμινγουεϊ και της Γκρέις Χωλ. Είχε συνολικά τέσσερις αδελφές και έναν αδελφό, ενώ έλαβε τα ονόματά του από τον παππού του Έρνεστ Χωλ και τον θείο του Μίλλερ Χωλ. Η μητέρα του διέθετε ιδιαίτερη κλίση στο τραγούδι και στο παρελθόν είχε πραγματοποιήσει καριέρα στην όπερα διδάσκοντας παράλληλα μουσική και τραγούδι.
Ήταν εξαιρετικός μαθητής στα φιλολογικά μαθήματα και ένας καλογυμνασμένος αθλητής επιδόσεων στα ομαδικά αθλήματα αλλά και στο μποξ. Φάνηκε σε εκείνο το νέο δείγμα της τέλειας αμερικανικής γενιάς που άρχισε να μεταλλάσσει τους αγρότες της αποικίας, σε ψηλά και γεροδεμένα πλάσματα της αυτοκρατορίας που καλοζωίζονταν. Φυσικά έγραφε σε λογοτεχνικά περιοδικά του σχολείου του. Τελειώνοντας τη φοίτησή του, όλοι περίμεναν πως θα πήγαινε Κολέγιο, αλλά αυτός επιλεγεί την περιπετειώδη, όλο ξενύχτι και ένταση και φυσικά λέξεις, ζωή της δημοσιογραφίας. The Kansas City Star. Έφηβος σχεδόν, κυνήγι την είδηση, το ρεπορτάζ, το αποκλειστικό, ενώ μαθαίνει να πίνει σκληρά ποτά στα μπαρ, απ’ τους μεγαλύτερους δημοσιογράφους και να περιμένει την πρώτη έκδοση μισομεθυσμένος.
Μόλις 20 χρονών διετέλεσε πολεμικός ανταποκριτής της «Τορόντο Σταρ» στην Ευρώπη και περιέγραψε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το 1925 εκδίδει το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο του «Στην εποχή μας» με πρώτο διήγημα το διήγημα «Στην προκυμαία της Σμύρνης».
Την ίδια εποχή, ο Χέμινγουεϊ έγινε μέλος εκείνης της λεγομένης «χαμένης γενιάς» των Αμερικανών λογοτεχνών στο Παρίσι. Σκοτ Φιτζέραλντ, Έζρα Πάουντ, Τζαίημς Τζόυς και Γερτρούδη Στάιν, κάτι που περιγράφει στο πρώτο σημαντικό έργο του, Ο ήλιος ανατέλλει ξανά (1926).
Ο «Αποχαιρετισμός στα όπλα» ( 1929) , αντλεί το υλικό του από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, από το Πρώτο Παγκόσμιο Μακελειό, όπως θα έλεγε και ο άλλος μεγάλος, ο Σελίν. Ο Χέμινγουεϊ βρέθηκε στην Ιταλία, εθελοντής στον Ιταλικό Ερυθρό Σταυρό, οδηγός ασθενοφόρου. Τον Ιούλιο του 1918, ενώ βρίσκεται με αποστολή στην περιοχή Φοσάλτα ντι Πιάβε, στο ιταλο-αυστριακό μέτωπο, τραυματίζεται στα πόδια. Νοσηλεύεται επί τρεις μήνες στο Μιλάνο, όπου ερωτεύεται μια νοσοκόμα, την Αγκνες φον Κουρόφσκι. Η Κουρόφσκι, όπως πολλές γυναίκες, θα φανεί δύσπιστη απέναντι στην ιδιοφυΐα και ο Χέμινγουεϊ, όπως πολλοί άντρες, θα πνίξει στο ποτήρι του ουίσκι άλλον έναν ανεκπλήρωτο, άλλον ένα ματαιωμένο έρωτα. Αυτό το περιστατικό θα τον σημαδέψει ανεξίτηλα και θα αποτελέσει τον κεντρικό πυρήνα του βιβλίου.
Ο Χέμινγουεϊ χρησιμοποίησε τη δημοσιογραφική του εμπειρία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Ισπανία, ως υπόβαθρο για το πιο φιλόδοξο μυθιστόρημά του, Για ποιον χτυπά η καμπάνα (1940).
Μεταξύ των μεταγενέστερων έργων του, το πιο εντυπωσιακό είναι το σύντομο μυθιστόρημα, Ο Γέρος και η Θάλασσα (1952), η ιστορία του ταξιδιού ενός ηλικιωμένου ψαρά, ο μακρύς και μοναχικός αγώνας του με ένα ψάρι και τη θάλασσα, και η νίκη του στην ήττα. Δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Life. Όσοι τον αμφισβήτησαν,-εκείνοι που δεν ξέρουν να γράψουν επειδή δεν ξέρουν να διαβάσουν και δεν ξέρουν να διαβάσουν επειδή δεν ξέρουν να ζήσουν- φωνάζουν πιο δυνατά τις ιαχές της αποθέωσής του, μπας και ξεχαστούν όσα είπαν και έγραψαν. Ένα μικρό διαμάντι λόγου! Βραβείο Πούλιτζερ και το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1954.
Μια θάλασσα αφρισμένη η ζωή του. Ένα διαρκές συναρπαστικό ταξίδι. Δεν φοβήθηκε τα πάθη. Ενέδωσε στις καταχρήσεις. Λάτρεψε τις γυναίκες, το κυνήγι, τις γάτες, το ψάρεμα. Μελετούσε τους ανθρώπους που συναντούσε ως τα τρίσβαθα της ψυχής του. «Κοίταζε φωτογραφίες χωρίς προκατάληψη και διάβαζε βιβλία με ανοιχτό μυαλό, για να έχει την ζωή που ήθελε».
Έπνιγε στο αλκοόλ την ηλιθιότητα, «έγραφε μεθυσμένος διόρθωνε νηφάλιος» και ξεκινούσε πάντα τη μέρα του στις 5,30 το πρωί ακόμα κι αν είχε πιει ή είχε ξενυχτήσει, γιατί όπως έλεγε, είχε λεπτά βλέφαρα.
«Θυμήσου να βάλεις τον καιρό στα αναθεματισμένο το βιβλίο σου -ο καιρός είναι πολύ σημαντικός»
Ο σπουδαίος συγγραφέας πέθανε στο Αϊντάχο το 1961. Άφησε πίσω του περισσότερα από 100 διηγήματα, 88 ποιήματα και ορισμένα από τα πιο δημοφιλή μυθιστορήματα.Ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στο καθολικό νεκροταφείο του Ketchum. Πάνω του είναι χαραγμένη η παρακάτω φράση:
“Περισσότερο από όλα αγαπούσε την πτώση…τα κίτρινα φύλλα πάνω στις λεύκες, τα φύλλα που επιπλέουν στο ποτάμι, και πάνω από τους ψηλούς λόφους τον μπλε ουρανό…Τώρα θα είναι μέρος τους για πάντα.”
Ο Χέμινγουεϊ πάλεψε με τον καιρό που μας ορίζει, και νίκησε. Νίκησε γιατί άφησε πίσω του εκατοντάδες σελίδες που διαβάζοντας τες κατανοούμε τελικά «για ποιον χτυπάει η καμπάνα»
Ο Χέμινγουεϊ πάλεψε με τον καιρό που μας ορίζει, και νίκησε. Νίκησε γιατί άφησε πίσω του εκατοντάδες σελίδες που διαβάζοντας τες κατανοούμε τελικά «για ποιον χτυπάει η καμπάνα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου