Παρασκευή, 23 Αυγούστου 2013
Η τελευταία ευγενική «κραυγή» τού Ηλία Μπαζίνα
…Και για τον Ηλία Μπαζίνα που «δεν πάει καλά, το πρόβλημά του μεγαλώνει, φοβάμαι», είπε ανήσυχος ο Αντώνης. Τι πάει να πει δεν πάει καλά; Σήμερα τον διάβαζα στην τελευταία μας σελίδα. Σήμερα έγραφε ειρωνικά στον τίτλο του«Αι πυντζάμαι δια τσι ασθενείς πλέον χρεούσθαι». Σήμερα μιλούσε για τηνπροσπάθειά του «να αποβάλω τη θλίψη που με καταλαμβάνει» επειδή φεύγει ένα ακόμα καλοκαίρι. Ήταν ένα άρθρο-αμάλγαμα, ένα κράμα από συναισθήματα, χιούμορ καταγγελίες και κραυγές – ευγενικές, ήρεμες, αλλά που σπρώχνουν το καρφί ως το κόκαλο ενός συστήματος που παράγει ασθενείς, κατασκευάζει κινδύνους και εκχύει πόνους. +/- Δείτε τη συνέχεια
«Το σύστημα υγείας», έγραφε, «ασχολείται με λέξεις και σφραγίδες, σου στέλνουν τραπεζίτες που συστήνονται ως κοινωνικοί λειτουργοί για να εξασφαλίσουν ότι δεν θα παραλείψεις να πληρώσεις νοσηλευτικά κρεβάτια με μανιβέλα, που τρίζουν, και ενοικιαστές καρεκλών και πυτζαμών κοινωνικού στρώματος».
Και στον επίλογο του άρθρου του άρθρουλέξεις-δηλητήριο: «Κύριοι επί των επάλξεων θα έρθει η ώρα που θα φερθούν και σε εσάς σαν ζώα, διότι απλά δεν ξέρουν αλλιώς».
Μέσα σε αυτόν τον συγκρατημένο, τον λεπτά εκδηλωμένο σπαραγμό, διάβασα για προτελευταία φορά τον Ηλία Μπαζίνα (η τελευταία ήταν στο άρθρο της Παρασκευής). Μια πένα σπάνιας συγγραφικής ωραιότητας, ενός ανθρώπου με μυαλό απ’ εδώ ως την στρατόσφαιρα. Άριστος γνώστης των θεμάτων του – αθλητικών, πολιτικών, κοινωνικών, ιστορικών – έφτιαχνε μικρούς δημοσιογραφικούς καταρράκτες γλωσσικής καλαισθησίαςκαι πλατιάς γνώσης.
Τον διάβαζα από την εποχή που έγραφε στην πρώτη σελίδα του «Φιλάθλου» ως«Ηλίας Γ.» μέχρι τις ακροτελεύτιες αράδες της ζωής του στην τελευταία σελίδα τής Live Sport. Την οποία τιμούσε και κοσμούσε με την πένα και το πνεύμα του.
Διονύσης Βραϊμάκης
(Το άρθρο θα δημοσιευτεί στη Live Sport, αύριο, στο φύλλο του Σαββάτου, μαζί με μεγάλο αφιέρωμα για τον Ηλία Μπαζίνα. Ο οποίος μια μέρα πριν έγραφε: «Δεν έφτασα 73 ετών ούτε για να το εγκαταλείψω ούτε για να με εγκαταλείψει». Και μιλούσε για το φιλότιμο που είχε - κάποτε - η χώρα που μεγάλωσε...)